Mέχρι το γκρέμισμα του τελευταίου κέντρου κράτησης…

…κείμενο που μοιράστηκε τον Ιούλιο του 2013

Τα κέντρα κράτησης δεν είναι μια νέα πραγματικότητα. Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 αποτελούν ένα δίκτυο χώρων που εκτείνεται σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο: αστυνομικά τμήματα, συνοριακά φυλάκια, τμήματα αλλοδαπών, κ.ά. Ένα δίκτυο χώρων εγκλεισμού μεταναστών, συχνά μακριά από κατοικημένες περιοχές, απομονωμένων (μέσω των περιφράξεων, των ψηλών τοίχων, της απουσίας οπτικής επαφής με τα κελιά και αντίστροφα) από τον έξω κόσμο. Χώρων- φυλακών, όπου τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης έρχονται να συμπληρώσουν οι ξυλοδαρμοί και τα καθημερινά σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια.

Οι μετανάστες είναι η πληθυσμιακή ομάδα πάνω στην οποία ασκείται σε όλο της το μεγαλείο η βιοπολιτική εξουσία του ελληνικού κράτους, με μια συνεχή προσπάθεια ελέγχου και διαχείρισης της. Είναι αυτή που τις τελευταίες δύο δεκαετίες «ρυθμίζεται» νομοθετικά, καταστέλλεται βίαια, απομακρύνεται και φυλακίζεται στα κέντρα κράτησης. Αυτή που κατασκευάζεται ως εχθρός, ως απειλή και φόβος για την προσωπική και δημόσια ασφάλεια, υγεία, ευημερία. Αυτή που βιώνει την εκμετάλλευση και το ρατσισμό των «ντόπιων», την περιθωριοποίηση, τη βία, τις δολοφονικές φασιστικές επιθέσεις. Αν υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο δύναται να συγκροτηθεί σήμερα η κοινότητα και να διατηρήσει τη συνοχή της, αυτός είναι ακριβώς με την κατασκευή του Άλλου και τη συσπείρωση εναντίον του. Στη σημερινή φαντασιακή σύνθεση που ονομάζεται ελληνικό έθνος-κράτος (στην προσπάθεια συγκρότησης και διατήρησης της εθνικής ταυτότητας και συνοχής του αλλά και διαχείρισης των πληθυσμών, «παραγωγικών» ή μη που βρίσκονται ή προσπαθούν να βρεθούν στην επικράτειά του), αυτός ο Άλλος έχει βρει την υπόστασή του κατεξοχήν στο πρόσωπο των μεταναστών.

Τα τελευταία χρόνια σημαντικό κομμάτι της ρητορικής της κρατικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής αποτελεί η «απειλή» της δημόσιας υγείας. Η ρητορική αυτή γίνεται το άλλοθι για εκτεταμένα αστυνομικά πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας (αλλά και σε άλλες πόλεις), για εισβολές σε σπίτια και κατειλημμένα κτίρια που κατοικούν μετανάστες, βαφτίζοντας τα «υγειονομικές βόμβες», επιχειρήσεις που καταλήγουν με τη σύλληψη και τη μεταφορά μεταναστών στα κέντρα κράτησης.

Ταυτόχρονα, τα κέντρα κράτησης (προς το παρόν αυτά της Αμυγδαλέζας και της Κορίνθου) έχουν αρχίσει να παίζουν ένα νέο ρόλο στην κρατική υγειονομική διαχείριση πληθυσμιακών ομάδων. Αρχές Μαρτίου ξεκίνησε η επιχείρηση «Θέτις», δηλαδή αστυνομικά πογκρόμ τοξικοεξαρτημένων στο κέντρο της Αθήνας. Όσοι χρήστες ουσιών τύχαινε να κινούνται στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στα κέντρα κράτησης, όπου καταγράφονταν αναλυτικά τα στοιχεία τους (προσωπικό και ιατρικό ιστορικό, αλλά και λήψη αποτυπωμάτων) και υποβάλλονταν σε αναγκαστικές ιατρικές εξετάσεις, πριν αφεθούν ελεύθεροι στη μέση του πουθενά. Γιατροί του ΚΕΕΛΠΝΟ (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων) κυρίως ψυχολόγοι, γιατροί του ΕΚΕΠΥ (Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων Υγείας) και προσωπικό από το ΕΚΑΒ και το υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με μπάτσους έστησαν σ’ αυτά τα κέντρα κράτησης, υπό το πρόσχημα της υγειονομικής «απειλής» και με δικαιολογίες περί «ανθρωπιστικού έργου», τη συνέχεια του έργου της καταστολής και της διαχείρισης των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που κατασκευάζονται και στιγματίζονται ως περιττές, μολυσματικές. Το έργο που ξεκίνησε με τα πογκρόμ στους μετανάστες, συνεχίστηκε με το διασυρμό στα media και την προφυλάκιση των οροθετικών γυναικών και επανέρχεται στο προσκήνιο με την επαναφορά της διάταξης ΓΥ/39Α για τον «περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων», στην οποία προβλέπονται ειδικοί έλεγχοι για τους χρήστες ουσιών και τα εκδιδόμενα άτομα, καθώς και η εκπόνηση ειδικών προγραμμάτων ελέγχου σε μετανάστες.

Αν κάτι δίνει φως στη δυστοπική συνθήκη των κέντρων κράτησης μεταναστών, είναι οι αγώνες που οι ίδιοι κάνουν καθημερινά ενάντια στην επιβολή της εξαθλίωσης τους, με εξεγέρσεις, απεργίες πείνας και αποδράσεις. Κι αν κάτι μας αντιστοιχεί, είναι να αναδείξουμε το ζήτημα και να χτίσουμε ουσιαστικές σχέσεις αλληλεγγύης με τους έγκλειστους στα κέντρα κράτησης μετανάστες αλλά και με όλους όσους αγωνίζονται μέσα κι έξω από αυτά, μέχρι το γκρέμισμα του τελευταίου κέντρου κράτησης.

Σχετικά με την παθολογικοποίησητης σεξουαλικότητας

…κείμενο που γράφτηκε με αφορμή το 2ήμερο για την σεξουαλικότητα που έγινε στις 1& 2 Ιούνη 2012, διήμερο που διοργανώθηκε από το έκφυλο καφενείο στην κατάληψη Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά

Ο κόσμος μας συγκροτείται από δίπολα, σωστό/λάθος, καλό/κακό, αληθές/ψευδές.Και άλλα όπως κανονικό/παρεκκλίνον, υγεία/ασθένεια, φυσικό/αφύσικο, ορθή σεξουαλικότητα/ανωμαλία. Τα δίπολα αυτά, ως κοινωνικές κατασκευές, είναι εν δυνάμει μεταβαλλόμενα και το περιεχόμενό τους έχει διαφοροποιηθεί, περισσότερο ή λιγότερο, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και κοινωνίες. Ηθική, φιλοσοφία, θρησκεία, κρατικοί μηχανισμοί και θεσμοί, σχέσεις εξουσίας, κυρίαρχος λόγος και λόγος αντίστασης και πολλές άλλες συνισταμένες συντελούν στη διαμόρφωση και την αλλαγή ή τη στασιμότητά τους. Στις δυτικές κοινωνίες, τους τελευταίους αιώνες, η ηθική και η θρησκεία, με την πρωτοκαθεδρία του λόγου τους, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου της έννοιας που ονομάζουμε σεξουαλικότητα, στη διχοτόμησή της σε καλή ή κακή, φυσιολογική ή «παρά φύση», κανονική ή ανώμαλη. Η παθολογικοποίηση της σεξουαλικότητας δεν ξεκινάει από την ψυχολογία ή από την ιατρική, αλλά από τη στιγμή εκείνη που γίνεται αντιληπτή ως μια ευθεία γραμμή με θετικό και αρνητικό πρόσημο στο κάθε της άκρο. Η Gayle Rubin κατέγραψε αυτή την πόλωση στο εσωτερικό της σεξουαλικότητας στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και τη σχηματοποίησε ονομάζοντάς την «ερωτική πυραμίδα». Ένα σχήμα που με κάποιες διαφοροποιήσεις μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και στη σημερινή πραγματικότητα:

 

sexpyramid

 

  ——————————–————————————-

 

*Η “καλή” σεξουαλικότητα και το σταδιακό πέρασμα στην “κακή”.Από το Gayle S. Rubin,«Thinking sex: notes for a radical theory of the politics of sexuality», στο Richard Parker, Peter Aggleton (επιμ.), Culture, society and sexuality: a reader, 1999, σελ. 161

———————————————————————-

 

Κι αν μέχρι τώρα η έννοια της σεξουαλικότητας επικεντρώνεται κυρίως στην ίδια τη σεξουαλική πράξη, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη σύνδεση αυτής της αντίληψης με το λόγο της θρησκείας, του χριστιανισμού: με τη σύνδεση του σεξ καθαρά και απολύτως με την αναπαραγωγή, και, μόνο μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου, με την εξύψωση του αναπαραγωγικού σώματος σε σώμα ιερό, δοσμένο από το θεό, το οποίο πρέπει να κρατηθεί αμόλυντο, με την επακόλουθη άρνηση της επιθυμίας και της
ηδονής.

Η ανάπτυξη των επιστημών, της ιατρικής και μετέπειτα αυτών της ψυχικής υγείας έδωσε μια άλλη διάσταση στην παθολογικοποίηση αυτή. στην αλήθεια του θεού προστέθηκε η αλήθεια της επιστήμης, που ήρθε όχι τόσο να αναιρέσει, αλλά να επιβεβαιώσει, να εξορθολογήσει (ή να προσπαθήσει έστω) και να ορίσει εκ νέου τα όρια κανονικότητας και διαστροφής, να προσθέσει ένα ακόμη πεδίο ελέγχου του σώματος και της σεξουαλικότητας. Το σύνολο αυτό με το όνομα «σεξουαλικές διαταραχές» δεν έχει διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα από την προ-επιστήμης εποχή, αυτό που έχει αλλάξει είναι ο βαθμός ανάλυσής τους και τα αίτια στα οποία αποδίδονται. Από την κλινική μελέτη Psychopathia Sexualis που εξέδωσε ο ψυχίατρος Richard von Kraft-Ebing στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τη τελευταία έκδοση (5η) του ψυχιατρικού εγχειριδίου DSM που θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο, οι διαστροφές από ανήθικες, παράνομες, αμαρτωλές πράξεις, μετατρέπονται σε στοιχεία που ορίζουν το άτομο στο σύνολό του, το καθιστούν εν γένει άρρωστο.

Σήμερα, το κεφάλαιο των σεξουαλικών διαταραχών στο ισχύον DSM (DSM IVTR), χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: «σεξουαλικές δυσλειτουργίες», «παραφιλίες», «διαταραχές της ταυτότητας φύλου» και άλλες σεξουαλικές διαταραχές. Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες περιλαμβάνουν τις διαταραχές σεξουαλικής επιθυμίας (διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας, διαταραχή σεξουαλικής αποστροφής), διαταραχές σεξουαλικής διέγερσης (σεξουαλικής διέγερσης στη γυναίκα, και στύσης στον άντρα), διαταραχές του οργασμού (στη γυναίκα, στον άντρα, πρόωρη εκσπερμάτωση), τις διαταραχές σεξουαλικού πόνου (δυσπαρευνία και κολεοσπασμός) και τέλος τη σεξουαλική δυσλειτουργία οφειλόμενη σε γενική ιατρική κατάσταση, προκαλούμενη από ουσίες ή άλλο λόγο. Στις παραφιλίες συμπεριλαμβάνονται η επιδειξιομανία, ο φετιχισμός, η εφαψιομανία, η παιδοφιλία, ο σεξουαλικός μαζοχισμός, ο σεξουαλικός σαδισμός, ο τρανσβεστικός φετιχισμός, η ηδονοβλεψία, και άλλη παραφιλία. Οι διαταραχές, τέλος, της ταυτότητας φύλου, αναφέρονται στην αναντιστοιχία του βιολογικού φύλου με την ταυτότητα φύλου του ατόμου και στη δυσφορία που έχει κανείς με την ταυτότητα φύλου που του έχει ανατεθεί κοινωνικά.

Η ψυχολογικοποίηση σεξουαλικών συμπεριφορών, πράξεων, προσανατολισμών, έμφυλων ταυτοτήτων τα αποσπά από το κοινωνικό πεδίο, απορρίπτει το πολύπλοκο πλέγμα της κοινωνικής κατασκευής του φύλου, της ταυτότητας, της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας, για να τα εντάξει απλά, να τα εδαφικοποιήσει στο ένα και μόνο σώμα του εκάστοτε «ασθενή». Το κύρος του ψυχιατρικού λόγου είναι αυτό που έχει συνδράμει στη συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του δίπολου καλής και κακής σεξουαλικότητας. Άλλες κοινωνικές διεργασίες, μέρος του προαναφερθέντος πλέγματος, είναι αυτές που έχουν κρατήσει το σεξ και γενικότερα τη σεξουαλικότητα στο πεδίο του προσωπικού, που έχουν καταστήσει σεξουαλικές πρακτικές, ακόμα κι αν δεν εμπίπτουν στην κατηγορία της διαταραχής, θέματα που η συζήτησή τους είναι ταμπού ή προκαλεί ντροπή, όπως τον αυνανισμό.

Όπως τα πάντα, το σεξ είναι πολιτικό. Η σεξουαλικότητα είναι πολιτική. Δεν περιορίζεται στην σεξουαλική πράξη, αλλά περιλαμβάνει διαθέσεις, επιθυμίες και βέβαια κοινωνικούς καθορισμούς. Δε μιλάμε για το κυνήγι της ηδονής ως αυτοσκοπό, ούτε για την καθαρότητα της επιθυμίας, αφού κι αυτή μπορεί να κατασκευαστεί και να επηρεαστεί από τα κυρίαρχα (και ενίοτε τα ανταγωνιστικά στο κυρίαρχο) πρότυπα για το φύλο, τις σχέσεις. Μιλάμε όμως για μια σεξουαλικότητα τοποθετημένη στο κοινωνικό, για μια σεξουαλικότητα χωρίς πρόσημο. Για τη συνείδηση των ορίων που της έχουν τεθεί και τον απεγκλωβισμό της από αυτά. Για σεξουαλικές πρακτικές βασιζόμενες στην κοινή επιθυμία και συναίνεση. Για τον αυτοκαθορισμό της επιθυμίας, του σώματος, της σεξουαλικότητας, της ταυτότητάς μας.

 

 

 

Κάποιες σκέψεις για το ζήτημα της ψυχικής υγείας και των ψυχοφαρμάκων με αφορμή την εκδήλωση της 2-2-2010 του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνών

 Πρινλίγες εβδομάδες, με ενδιαφέρον πληροφορηθήκαμε ότι ξεκίνησε ένας ανοιχτός κύκλος ομιλιών για την ψυχική υγεία από το Ινστιτούτο Βιολογικών Ερευνών και Βιοτεχνολογίας του Ε.Ι.Ε. σε συνεργασία με το ΕΠΙΨΥ. Με ενδιαφέρον, επίσης, αποφασίσαμε να το παρακολουθήσουμε και χωρίς καμία έκπληξη, διαπιστώσαμε ότι ο λόγος για την ψυχική υγεία συνεχίζει να ανήκει στους ειδικούς, στην ψυχιατρική.

stripped

Παρακολουθώντας τη διαδικασία, εμπεδώσαμε πλήρως ότι για το σύνολο των «επαγγελματιών» ομιλητών, θεραπεία σημαίνει αυτομάτως φαρμακευτική αγωγή. Εμπεδώσαμε πλήρως ότι ο εθελοντισμός προωθείται ως μία από τις σπουδαιότερες παραμέτρους για την επίλυση προβλημάτων του χώρου της ψυχικής υγείας. Παρουσιάζεται ως ένας τρόπος κοινωνικής προσφοράς, ενώ τελικά έρχεται απλώς να καλύψει τις ανάγκες στελέχωσης του χώρου της ψυχικής υγείας με δωρεάν εργαζόμενους, τη στιγμή που θέσεις για προσωπικό στις διάφορες δομές παραμένουν κενές, τη στιγμή που εργαζόμενοι μένουν για μήνες απλήρωτοι, γιατί τα κονδύλια από τα ευρωπαϊκά προγράμματα ξαφνικά «εξαφανίζονται», την ίδια στιγμή που οι ίδιοι οι «ειδικοί» υποβιβάζουν τους ανθρώπους σε καταναλωτές φαρμάκων αφού ταυτίζουν τη θεραπεία με τη φαρμακολογία.

Μετά το τέλος των ομιλιών και ενώ δόθηκε ένας ελάχιστος χρόνος για ερωτήσεις από το κοινό, φάνηκε ολοκάθαρα η απροθυμία και μερικές φορές η επιθετικότητα των ομιλητριών ψυχιάτρων όχι μόνο να απαντήσουν, αλλά και να ακουστεί η οποιαδήποτε κριτική ή αντίλογος αναφορικά με τα φάρμακα ή το ρόλο της ψυχιατρικής στην ψυχική υγεία.

Αυτή η όλο και πιο αποδεκτή μέσα στους κύκλους των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας ταύτιση της θεραπείας με τη φαρμακολογία, βασίζεται σε μια πιο γενική εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι επαγγελματίες, αλλά και οι διάφορες επιτροπές, ινστιτούτα και οργανισμοί για το ίδιο το ζήτημα της υγείας: δηλαδή το διαχωρισμό των ανθρώπων σε υγιείς (αποδοτικούς) και ασθενείς (μη παραγωγικούς)… Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος, θεωρείται «υγιής», όταν έχει τη δυνατότητα να είναι παραγωγικός και αποδοτικός στην εργασία του, στις σχέσεις του, στην αναπαραγωγή του είδους και του κοινωνικού «ήθους»… Όταν δεν είναι σε θέση να αποδώσει στους παραπάνω τομείς, υπάρχουν δύο επιλογές: ένας «σύγχρονος Καιάδας» εγκλεισμού και ασυλοποίησης ή η «επαγγελματικά κατοχυρωμένη» αποκλειστικότητα της φαρμακολογίας…

Αυτή η κυρίαρχη λογική βασίζεται στην ολοένα και αυξανόμενη τάση των επίσημων φορέων -από τον Π.Ο.Υ. μέχρι τα διάφορα ινστιτούτα- για την επίτευξη της μέγιστης αποδοτικότητας των μερών της κοινωνίας, και άρα της «προόδου» μέσω της ιατρικοποίησης της καθημερινότητας. Ο ρόλος των ιδρυμάτων ερευνών και των περισσότερων ινστιτούτων είναι η επισημοποίηση και κατοχύρωση αυτής της κυρίαρχης τάσης μέσα στους κύκλους της υγείας και ιδιαίτερα της ψυχικής. Η ταύτιση θεραπείας και φαρμακολογίας και η ολοένα και μεγαλύτερη βιολογικοποίηση της ψυχικής υγείας μας φαίνεται προγραμματισμένη και συντεταγμένη μέσα σε ένα συνολικότερο πλαίσιο εντατικοποίησης της ζωής μας, τη στιγμή μάλιστα που η οικονομική εξάρτηση των ινστιτούτων από τις φαρμακοβιομηχανίες είναι γνωστή.

Τα φάρμακα έρχονται να καλύψουν την αποκατάσταση μας, όλο και πιο γρήγορα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές αιτίες και συνθήκες, τεμαχίζοντας το κοινωνικό σύνολο σε ατομικές περιπτώσεις και λύσεις και διαχωρίζοντας ένα ανθρώπινο όλον σε νευροδιαβιβαστές και ορμόνες – μια ανάγνωση του ίδιου του σώματος και των επιθυμιών σε απολήξεις νεύρων και εκκρινόμενες ουσίες που αντικαθιστά οποιαδήποτε αλλαγή, ατομική και κοινωνική, σε θεραπείες συμπτωμάτων.

Μέσα σε αυτή τη λογική, το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας αντιλαμβάνεται εντελώς αποσπασματικά κάθε ζήτημα που εμπίπτει σε αυτή.. Η προσπάθεια εξάλειψης του κοινωνικού στίγματος, όπως υποστηρίζεται από την ψυχιατρική, επικεντρώνεται εν τέλει στον αποστιγματισμό της λήψης φαρμάκων και ελάχιστα στον αποστιγματισμό της ίδιας της ψυχικής ασθένειας. Παράλληλα, η ελευθερία του «ασθενή» να επιλέξει, να δράσει, να αντιληφθεί τον εαυτό του, αντικαθίσταται από την συμπτωματική ή και πολλές φορές κατασταλτική χορήγηση φαρμάκων. Η δυνατότητα αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών αντικαθίσταται από την αλλαγή των ατομικών επιθυμιών. Ο «ασθενής» παύει να είναι άνθρωπος που έχει επιθυμίες, ελευθερία επιλογών και προσωπικότητα και η επιτυχία της θεραπείας του αποτελεί πλέον την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη επαναείσοδο στο σύστημα παραγωγής, εργασίας και κατανάλωσης που επαναφέρει στο προσκήνιο τις πιέσεις που τον οδήγησαν στα φάρμακα. Και όλο αυτό αδιαφορώντας για τον ίδιο το φαύλο κύκλο της αποκλειστικότητας της φαρμακολογίας.

Απέναντι σε όλα αυτά, ως μια πολιτική ομάδα ανθρώπων που ασχολείται με ζητήματα ψυχικής υγείας και αποτελείται από «υγιείς» και «ασθενείς», από χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας και μη, από «κανονικούς» και «παράξενους», το μόνο που έχουμε να προτείνουμε, είναι η ελεύθερη επιλογή του κάθε ανθρώπου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που τον ενοχλούν με τον τρόπο που θέλει ο ίδιος. Όχι επειδή είμαστε ενάντια στη χρήση φαρμάκων ή συγκεκριμένες μορφές θεραπείας (όσο αυτές δεν είναι κατασταλτικές), αλλά επειδή είμαστε ενάντια σε κάθε αποκλειστική λογική που προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω σε άλλες.

 

Μέχρι να πάψουμε να ερευνούμε το μέρος, το “κύτταρο”

και να στρέψουμε το βλέμμα απ’ το “περιστατικό” στον άνθρωπο, στην κοινωνική ολότητά του

και όχι στο ατομικό στίγμα του, θα είμαστε όλες και όλοι «ασθενείς»…

 Αθήνα, Φλεβάρης 2010