Σχετικά με την παθολογικοποίησητης σεξουαλικότητας

…κείμενο που γράφτηκε με αφορμή το 2ήμερο για την σεξουαλικότητα που έγινε στις 1& 2 Ιούνη 2012, διήμερο που διοργανώθηκε από το έκφυλο καφενείο στην κατάληψη Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά

Ο κόσμος μας συγκροτείται από δίπολα, σωστό/λάθος, καλό/κακό, αληθές/ψευδές.Και άλλα όπως κανονικό/παρεκκλίνον, υγεία/ασθένεια, φυσικό/αφύσικο, ορθή σεξουαλικότητα/ανωμαλία. Τα δίπολα αυτά, ως κοινωνικές κατασκευές, είναι εν δυνάμει μεταβαλλόμενα και το περιεχόμενό τους έχει διαφοροποιηθεί, περισσότερο ή λιγότερο, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και κοινωνίες. Ηθική, φιλοσοφία, θρησκεία, κρατικοί μηχανισμοί και θεσμοί, σχέσεις εξουσίας, κυρίαρχος λόγος και λόγος αντίστασης και πολλές άλλες συνισταμένες συντελούν στη διαμόρφωση και την αλλαγή ή τη στασιμότητά τους. Στις δυτικές κοινωνίες, τους τελευταίους αιώνες, η ηθική και η θρησκεία, με την πρωτοκαθεδρία του λόγου τους, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου της έννοιας που ονομάζουμε σεξουαλικότητα, στη διχοτόμησή της σε καλή ή κακή, φυσιολογική ή «παρά φύση», κανονική ή ανώμαλη. Η παθολογικοποίηση της σεξουαλικότητας δεν ξεκινάει από την ψυχολογία ή από την ιατρική, αλλά από τη στιγμή εκείνη που γίνεται αντιληπτή ως μια ευθεία γραμμή με θετικό και αρνητικό πρόσημο στο κάθε της άκρο. Η Gayle Rubin κατέγραψε αυτή την πόλωση στο εσωτερικό της σεξουαλικότητας στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και τη σχηματοποίησε ονομάζοντάς την «ερωτική πυραμίδα». Ένα σχήμα που με κάποιες διαφοροποιήσεις μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και στη σημερινή πραγματικότητα:

 

sexpyramid

 

  ——————————–————————————-

 

*Η “καλή” σεξουαλικότητα και το σταδιακό πέρασμα στην “κακή”.Από το Gayle S. Rubin,«Thinking sex: notes for a radical theory of the politics of sexuality», στο Richard Parker, Peter Aggleton (επιμ.), Culture, society and sexuality: a reader, 1999, σελ. 161

———————————————————————-

 

Κι αν μέχρι τώρα η έννοια της σεξουαλικότητας επικεντρώνεται κυρίως στην ίδια τη σεξουαλική πράξη, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη σύνδεση αυτής της αντίληψης με το λόγο της θρησκείας, του χριστιανισμού: με τη σύνδεση του σεξ καθαρά και απολύτως με την αναπαραγωγή, και, μόνο μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου, με την εξύψωση του αναπαραγωγικού σώματος σε σώμα ιερό, δοσμένο από το θεό, το οποίο πρέπει να κρατηθεί αμόλυντο, με την επακόλουθη άρνηση της επιθυμίας και της
ηδονής.

Η ανάπτυξη των επιστημών, της ιατρικής και μετέπειτα αυτών της ψυχικής υγείας έδωσε μια άλλη διάσταση στην παθολογικοποίηση αυτή. στην αλήθεια του θεού προστέθηκε η αλήθεια της επιστήμης, που ήρθε όχι τόσο να αναιρέσει, αλλά να επιβεβαιώσει, να εξορθολογήσει (ή να προσπαθήσει έστω) και να ορίσει εκ νέου τα όρια κανονικότητας και διαστροφής, να προσθέσει ένα ακόμη πεδίο ελέγχου του σώματος και της σεξουαλικότητας. Το σύνολο αυτό με το όνομα «σεξουαλικές διαταραχές» δεν έχει διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα από την προ-επιστήμης εποχή, αυτό που έχει αλλάξει είναι ο βαθμός ανάλυσής τους και τα αίτια στα οποία αποδίδονται. Από την κλινική μελέτη Psychopathia Sexualis που εξέδωσε ο ψυχίατρος Richard von Kraft-Ebing στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τη τελευταία έκδοση (5η) του ψυχιατρικού εγχειριδίου DSM που θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο, οι διαστροφές από ανήθικες, παράνομες, αμαρτωλές πράξεις, μετατρέπονται σε στοιχεία που ορίζουν το άτομο στο σύνολό του, το καθιστούν εν γένει άρρωστο.

Σήμερα, το κεφάλαιο των σεξουαλικών διαταραχών στο ισχύον DSM (DSM IVTR), χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: «σεξουαλικές δυσλειτουργίες», «παραφιλίες», «διαταραχές της ταυτότητας φύλου» και άλλες σεξουαλικές διαταραχές. Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες περιλαμβάνουν τις διαταραχές σεξουαλικής επιθυμίας (διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας, διαταραχή σεξουαλικής αποστροφής), διαταραχές σεξουαλικής διέγερσης (σεξουαλικής διέγερσης στη γυναίκα, και στύσης στον άντρα), διαταραχές του οργασμού (στη γυναίκα, στον άντρα, πρόωρη εκσπερμάτωση), τις διαταραχές σεξουαλικού πόνου (δυσπαρευνία και κολεοσπασμός) και τέλος τη σεξουαλική δυσλειτουργία οφειλόμενη σε γενική ιατρική κατάσταση, προκαλούμενη από ουσίες ή άλλο λόγο. Στις παραφιλίες συμπεριλαμβάνονται η επιδειξιομανία, ο φετιχισμός, η εφαψιομανία, η παιδοφιλία, ο σεξουαλικός μαζοχισμός, ο σεξουαλικός σαδισμός, ο τρανσβεστικός φετιχισμός, η ηδονοβλεψία, και άλλη παραφιλία. Οι διαταραχές, τέλος, της ταυτότητας φύλου, αναφέρονται στην αναντιστοιχία του βιολογικού φύλου με την ταυτότητα φύλου του ατόμου και στη δυσφορία που έχει κανείς με την ταυτότητα φύλου που του έχει ανατεθεί κοινωνικά.

Η ψυχολογικοποίηση σεξουαλικών συμπεριφορών, πράξεων, προσανατολισμών, έμφυλων ταυτοτήτων τα αποσπά από το κοινωνικό πεδίο, απορρίπτει το πολύπλοκο πλέγμα της κοινωνικής κατασκευής του φύλου, της ταυτότητας, της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας, για να τα εντάξει απλά, να τα εδαφικοποιήσει στο ένα και μόνο σώμα του εκάστοτε «ασθενή». Το κύρος του ψυχιατρικού λόγου είναι αυτό που έχει συνδράμει στη συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του δίπολου καλής και κακής σεξουαλικότητας. Άλλες κοινωνικές διεργασίες, μέρος του προαναφερθέντος πλέγματος, είναι αυτές που έχουν κρατήσει το σεξ και γενικότερα τη σεξουαλικότητα στο πεδίο του προσωπικού, που έχουν καταστήσει σεξουαλικές πρακτικές, ακόμα κι αν δεν εμπίπτουν στην κατηγορία της διαταραχής, θέματα που η συζήτησή τους είναι ταμπού ή προκαλεί ντροπή, όπως τον αυνανισμό.

Όπως τα πάντα, το σεξ είναι πολιτικό. Η σεξουαλικότητα είναι πολιτική. Δεν περιορίζεται στην σεξουαλική πράξη, αλλά περιλαμβάνει διαθέσεις, επιθυμίες και βέβαια κοινωνικούς καθορισμούς. Δε μιλάμε για το κυνήγι της ηδονής ως αυτοσκοπό, ούτε για την καθαρότητα της επιθυμίας, αφού κι αυτή μπορεί να κατασκευαστεί και να επηρεαστεί από τα κυρίαρχα (και ενίοτε τα ανταγωνιστικά στο κυρίαρχο) πρότυπα για το φύλο, τις σχέσεις. Μιλάμε όμως για μια σεξουαλικότητα τοποθετημένη στο κοινωνικό, για μια σεξουαλικότητα χωρίς πρόσημο. Για τη συνείδηση των ορίων που της έχουν τεθεί και τον απεγκλωβισμό της από αυτά. Για σεξουαλικές πρακτικές βασιζόμενες στην κοινή επιθυμία και συναίνεση. Για τον αυτοκαθορισμό της επιθυμίας, του σώματος, της σεξουαλικότητας, της ταυτότητάς μας.